- μελίχρυσος
- ος, ο[ν] янтарный, золотисто-жёлтый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μελίχρυσος — η, ο (Α μελίχρυσος, ον) αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού και τού χρυσού, ο χρυσοκίτρινος (α. «μελίχρυσοι λίθοι», Πλίν. β. «το δειλινό το μελίχρυσο χύνονταν γύρω», Παλαμ.) … Dictionary of Greek
μελίχρυσον — μελίχρυσος gold honey coloured masc/fem acc sg μελίχρυσος gold honey coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιχρύσοισι — μελίχρυσος gold honey coloured masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελιχρύσοισιν — μελίχρυσος gold honey coloured masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek